χνάρι

χνάρι
το, Ν
βλ. αχνάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χνάρι — το βλ. αχνάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… …   Dictionary of Greek

  • αντιβόλι — το (Μ ἀντιβόλιν) χνάρι, υπόδειγμα, σχέδιο σε χαρτί, δέρμα, ξύλο κ.λπ. για να κοπούν επάνω του μέρη ενδυμάτων, επίπλων κ.λπ. νεοελλ. 1. κακό παράδειγμα, παράδειγμα προς αποφυγήν 2. περίγε λως, ανόητος άνθρωπος …   Dictionary of Greek

  • αχνάρι — και χνάρι, το 1. το αποτύπωμα του πέλματος από τα πόδια ανθρώπων ή ζώων 2. ίχνος, σημάδι 3. το πέλμα του ποδιού 4. μέτρο μήκους (όσο το πέλμα του ποδιού) («το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα και πάει σαράντα χνάρια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνάρι < μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ενίχνιον — ἐνίχνιον, το (Α) [ίχνιον] ίχνος ποδιού και γεν. ίχνος, χνάρι …   Dictionary of Greek

  • θιβόλι — το αντιβόλαιον*, υπόδειγμα, σχέδιο από χαρτί ή και μέταλλο, χνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθιβόλιον < αντιβόλιον < αντί + βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • σημάδι — το / σημάδιον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. σημείο, σήμα, ένδειξη (α. «έβαλα σημάδι για να θυμάμαι το μέρος» β. «κι ό,τι σημάδι θέλω δει να σού τό πω και σένα», Ερωτόκρ.) 2. στόχος για βολή, σκοπόσημο («δεν βλέπω καθαρά το σημάδι») 3. σωματικό γνώρισμα («πες… …   Dictionary of Greek

  • σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου …   Dictionary of Greek

  • Αραβαντινού, Μαντώ — (Βόλος 1926 – 1998). Νομικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και παρακολούθησε μαθήματα λογοτεχνίας σε πανεπιστήμιο του Παρισιού. Κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας (1967 74)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”